σουμαδάκιας

σουμαδάκιας
ο, Ν
1. αυτός που πίνει πολλές σουμάδες
2. μτφ. άνθρωπος χωρίς ισχυρή θέληση, αδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάδα «αναψυκτικό ποτό» + κατάλ. -άκιας (πρβλ. ματ-άκιας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”